- εκτροχιάζω
- εκτροχίασα, εκτροχιάστηκα, εκτροχιασμένος, μτβ.1. αναγκάζω κάτι (και μάλιστα όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές) να βγει από την τροχιά του.2. μτφ., το μέσ., εκτροχιάζομαι βγαίνω από τα όριά μου, το παρακάνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.